πίβουλος

πίβουλος
-η, -ο, Ν
1. (στον Ερωτόκρ.) δόλιος, επίβουλος, πανούργος, απατεώνας («πίβουλο κοπέλλι»)
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) πίβουλα
δόλια, με δόλο, με πανουργιά («όσ' ώρα τούτα η Αρετή πίβουλ' αναθιβάνει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπίβουλος με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίβουλος — επίβουλος, η, ο και πίβουλος, η, ο επίρρ. α 1. που από χαρακτήρα επιβουλεύεται τους άλλους, που ενεργεί ύπουλα για να βλάψει, δολερός, πανούργος: Επίβουλος άνθρωπος. 2. που γίνεται για επιβουλή ή από επιβουλή: Επίβουλη ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”